ἀναθεωρῶ

ἀναθεωρῶ
ἀναθεωρέω
examine carefully
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀναθεωρέω
examine carefully
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναθεωρώ — αναθεωρώ, αναθεώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ερευνώ κάτι επιμελέστερα, ξαναεξετάζω, για να τροποποιήσω: Αναθεωρήθηκαν οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. 2. τροποποιώ προηγούμενες σκέψεις ή αποφάσεις μου: Τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια αναθεώρησαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεωρητής — ο αυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830. ΠΑΡ. αναθεωρητικός] …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αναπολώ — ( έω) (Α ἀναπολῶ και ποιητ. ἀμπολῶ) επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναλογίζομαι αρχ. 1. αναστρέφω το χώμα με άροτρο, οργώνω 2. επαναλαμβάνω, αναθεωρώ 3. σκέπτομαι, σταθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πολῶ «αναστρέφω». ΠΑΡ. αναπόληση( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] …   Dictionary of Greek

  • ανεπισκέπτομαι — (Μ ἀνεπισκέπτομαι) νεοελλ. επισκέπτομαι εκ νέου μσν. αναθεωρώ …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”